απολάμπω — (Α ἀπολάμπω) εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ … Dictionary of Greek
ἀπολάμπει — ἀπολάμπω shine pres ind mp 2nd sg ἀπολάμπω shine pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολάμπον — ἀπολάμπω shine pres part act masc voc sg ἀπολάμπω shine pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολάμποντα — ἀπολάμπω shine pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπολάμπω shine pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολάμψαντα — ἀπολάμπω shine aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπολάμπω shine aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέλαμπον — ἀπολάμπω shine imperf ind act 3rd pl ἀπολάμπω shine imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελάμπετο — ἀπολάμπω shine imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαμπομένης — ἀπολάμπω shine pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαμπούσῃ — ἀπολάμπω shine pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαμψούμενοι — ἀπολάμπω shine fut part mid masc nom/voc pl (doric) ἀπολαμβάνω take fut part mid masc nom/voc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολάμπειν — ἀπολάμπω shine pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)